στρογγύλλω

From LSJ
Revision as of 09:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγύλλω Medium diacritics: στρογγύλλω Low diacritics: στρογγύλλω Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΛΩ
Transliteration A: strongýllō Transliteration B: strongyllō Transliteration C: stroggyllo Beta Code: stroggu/llw

English (LSJ)

(στρογγύλος) A round off, make round, Aret.SA1.8 (Pass.). II twirl, spin, χειρὶ σ. κρόκην AP7.726 (Leon.): dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.90.

German (Pape)

[Seite 955] abrunden, rund machen, κρόκην χειρί Leon. Tar. 78 (VII, 726), u. a. Sp., auch in Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγύλλω: (στρογγύλος, πρβλ. στωμύλλω, στωμύλος), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ.περιστρέφω, κλώθω, χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.

French (Bailly abrégé)

1 arrondir;
2 faire tourner.
Étymologie: στρογγυλός.

Greek Monolingual

Α στρογγύλος
1. κάνω κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω
2. κλώθω
3. μτφ. παρατείνω.

Greek Monotonic

στρογγύλλω: μέλ. -ῠλῶ, συστρέφω, περιστρέφω, περιδινίζω, κλώθω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στρογγύλλω: крутить, вращать (κρόκην Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρογγύλλω [στρογγύλος] glad maken.

Middle Liddell

στρογγύλλω,
to twirl, spin, Anth. [from στρογγύ˘λος]