σωστός

From LSJ
Revision as of 12:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωστός Medium diacritics: σωστός Low diacritics: σωστός Capitals: ΣΩΣΤΟΣ
Transliteration A: sōstós Transliteration B: sōstos Transliteration C: sostos Beta Code: swsto/s

English (LSJ)

ή, όν, A safe, πλοῖον Apollon.Mir.6.

German (Pape)

[Seite 1061] gerettet, erhalten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σωστός: -ή, -όν, σεσωσμένος, σῶος, πλοῖον Ἀπολλώνιος περὶ Κατεψευσμένης Ἱστορίας 6· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ
νεοελλ.
1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.)
2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει»)
3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε σωστή θεραπεία»)
4. (για πρόσ.) ευθύς, ακέραιος χαρακτήραςσωστός άνθρωπος»)
5. το ουδ. ως ουσ. το σωστό
δίκαιος, ορθός λόγος, δίκαιη, ορθή ενέργεια, πράξη, στάση, συμπεριφορά
6. φρ. α) «το σωστό σωστό» — η αλήθεια πρέπει να λέγεται
β) «δεν είναι με τα σωστά του» — παραλογίζεται, λέει ανοησίες
γ) «με τα σωστά σου μιλάς;» — μιλάς σοβαρά ή αστειεύεσαι;
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω με δυσερμήνευτο -σ- + κατάλ. τών ρηματ. επιθ. -τός].