ταγά
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ἁ, A time during which a τᾱγός holds office, i.e. war-time, opp. ἀταγία, SIG55 (Thessaly, v B.C.).
Greek Monolingual
ἁ, Α
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός
2. συνεκδ. καιρός πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. ἀταγία].
Russian (Dvoretsky)
τᾱγά: ἁ дор. Arph. = ταγή.