τεκνοποιέω

From LSJ
Revision as of 12:43, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοποιέω Medium diacritics: τεκνοποιέω Low diacritics: τεκνοποιέω Capitals: ΤΕΚΝΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: teknopoiéō Transliteration B: teknopoieō Transliteration C: teknopoieo Beta Code: teknopoie/w

English (LSJ)

in Act., of the woman, A bear children, in Med., of the man, beget them, cf. X.Mem.2.2.4 and 5; μὴ τεκνοποιεῖσθαι ἐξ ἔλλης γυναικός PEleph.1.9 (iv B.C.) (but D.S. reverses this usage, cf. 1.73, 4.29); Med., of both parents, breed children, X.Mem.4.4.22 sq., Arist.HA585b10; in Med., also, have children begotten for one, X.Lac.1.7, LXX Ge.16.2, 30.3, POxy.465.154 (ii A.D.). II Med., of birds, Arist.HA597a11. III Med., adopt a child, UPZ4.5 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1083] Kinder machen, gebären, med. erzeugen, Xen. Lac. 1, 7 Mem. 2, 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοποιέω: ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς γυναικός, τίκτω, γεννῶ τέκνα· ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4 καὶ 5· (ἀλλ’ ὁ Διόδ. ἀνατρέπει τὴν χρῆσιν ταύτην, πρβλ. 1. 73., 4. 29)· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, παράγω τέκνα, «κάμνω παιδιά», Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 22 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 1· ― ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, κάμνω νὰ γεννηθῶσι τέκνα δι’ ἐμέ, Ξεν. Λακ. 1, 7. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enfanter;
Moy. τεκνοποιέομαι-οῦμαι engendrer, procréer.
Étymologie: τεκνοποιός.

Greek Monotonic

τεκνοποιέω: μέλ. τεκνοποιήσω, (τεκνοποιός), στην Ενεργ., λέγεται για γυναίκα, γεννώ παιδιά· στη Μέσ., λέγεται για άνδρα, παράγω παιδιά, σε Ξεν.· στη Μέσ. και για τους δυο γονείς, αναπαράγομαι, κάνω παιδιά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τεκνοποιέω: чаще med. рождать детей Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

τεκνοποιέω, fut. -ήσω τεκνοποιός
in Act., of the woman, to bear children, in Mid., of the man, to beget them, Xen.: in Mid. of both parents, to breed children, Xen.