ἀχάλκωτος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον, lit. A not brazened: without money, κυνοῦχος AP6.298 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 417] κυνοῦχος, nicht mit Erz beschlagen, Leon. Tar. 11 (VI, 298).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non garni de (clous de) cuivre (collier de chien).
Étymologie: ἀ, χαλκόω.
Spanish (DGE)
-ον carente de dinero κυνοῦχον AP 6.298 (Leon.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀχάλκωτος, -ον) [[[χαλκώ]] (-όω)]
αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.
Greek Monotonic
ἀχάλκωτος: -ον (χαλκόω), μη χάλκινος, αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ.