ἐρωτοπλάνος

From LSJ
Revision as of 10:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτοπλάνος Medium diacritics: ἐρωτοπλάνος Low diacritics: ερωτοπλάνος Capitals: ΕΡΩΤΟΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: erōtoplános Transliteration B: erōtoplanos Transliteration C: erotoplanos Beta Code: e)rwtopla/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A beguiling love, φθόγγος AP7.195 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1041] von der Liebe ableitend, die Liebe täuschend, φθόγγος, Mel. 112 (VII, 195).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτοπλάνος: -ον, ὁ πλανῶν, ἐξαπατῶν τὸν ἔρωτα, φθόγγος Ἀνθ. Π. 7. 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe l’amour.
Étymologie: ἔρως, πλάνη.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐρωτοπλάνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις
2. αυτός που παρασύρει σε ερωτική ακολασία
αρχ.
αυτός που εξαπατά το ερωτικό πάθος, που το κάνει να ξεχνιέται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πλάνος < πλανώ].

Greek Monotonic

ἐρωτοπλάνος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποσπά με απάτη τον έρωτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτοπλάνος: (ᾰ) заставляющий забыть о любви (φθόγγος Anth.).

Middle Liddell

ἐρωτο-πλά˘νος, ον
beguiling love, Anth.