ἱερόγλωσσος
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ον, A of prophetic tongue, Epigr. ap. Paus.6.17.6: -γλωσσον, τό, sacred formula, PMag.Berol.2.69.
German (Pape)
[Seite 1241] mit heiliger Zunge, von Wahrsagern, Κλυτίδαι Ep. ad. (App. 371) aus Paus. 6, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόγλωσσος: -ον, ἔχων προφητικὴν γλῶσσαν, Ἀνθολ. Παλ. παράρτ. 371.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix sainte ou prophétique.
Étymologie: ἱερός, γλῶσσα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].
Greek Monotonic
ἱερόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει με προφητικά λόγια, προφητικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἱερόγλωσσος: обладающий пророческой речью, вещий (Κλυτίδαι Anth.).