ὑποταράσσω

From LSJ
Revision as of 14:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτᾰράσσω Medium diacritics: ὑποταράσσω Low diacritics: υποταράσσω Capitals: ΥΠΟΤΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: hypotarássō Transliteration B: hypotarassō Transliteration C: ypotarasso Beta Code: u(potara/ssw

English (LSJ)

contr. ὑποθράσσω, Att. ὑποταράττω:—A stir up, trouble, Ar.V. 1285, Plu.Fab.2, etc.:—Pass., κοιλίη . . ὑπεταράχθη f.l. in Hp.Epid.1.26. έ; ὑ. πρός τι to be somewhat troubled at... Luc.DMort.7.2. 2 ὑ. τι cause some trouble, D.C.39.56, cf. 79.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτᾰράσσω: συγκ. -θράσσω, Ἀττ. - ττω· μέλλ. -ξω. - Ταράττω κάτωθεν ἢ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Σφ. 1285, Πλουτ. Φάβ. 2, κλπ. - Παθ., ὑπεταράχθη ἡ κοιλίη Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 979· ταράττομαι ὀλίγον, ὑπεταράχθην πρὸς τὸ αἰφνίδιον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2. 2) ἐμποιῶ, προξενῶ μικράν τινα ταραχήν, διαδρὰς ἐκ τῆς Ρώμης ὑπετάραττέ τι Δίων Κάσσ. 39. 56., 79. 4. - Πρβλ. ὑποθολόω.

French (Bailly abrégé)

1 troubler en dessous, au fond;
2 fig. effrayer un peu ; Pass. s’effrayer un peu, s’alarmer un peu : πρός τι de qch.
Étymologie: ὑπό, ταράσσω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. ὑποθράττω Α ταράσσω / ταράττω]
ταράζω, ενοχλώ (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ.
β. «ἡνίκα Κλέων μ' ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὑποτᾰράσσω: συνηρ. -θράσσω, Αττ. -ττω· μέλ. -ξω· αναταράζω, ταράζω από κάτω ή λιγάκι, σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτᾰράσσω: атт. ὑποτᾰράττω, стяж. ὑποθράττω приводить в некоторое замешательство, немного смущать, тревожить (τινά Arph.): ὑπεταράχθη πρὸς τὸ αἰφνίδιον Luc. он испугался от неожиданности.

Middle Liddell

contr. -θράσσω attic -ττω fut. ξω
to stir up, trouble from below or a little, Ar.:—Pass. to be somewhat troubled, Luc.