διαχαλάω
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
A loosen, relax, τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγός Arist.Pr.886b2; τὰς ἁρμονίας τοῦ σώματος Epicr. 3.19; δ. μέλαθρα unbar, E.IA1340. II make supple by exercise, X.Eq.7.11. III intr., to be disjointed, gape, ὀστέον Hp.VC12 (v.l. διαχαλασθῇ).
German (Pape)
[Seite 613] (s. χαλάω), 1) nachlassen, aus einander gehen lassen, τὰς ἁρμονίας σώματος Epicrat. bei Ath. XIII, 570 d; vgl. Xen. de re equ. 7, 11, d. i. in sanfte Bewegung setzen; dah. μέλαθρα, öffnen, Eur. I. A. 1340. – 2) intr., aus einander gehen, sich erweitern, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διαχᾰλάω: μέλλ. -άσω, χαλαρώνω, διαλύω, τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγὸς Ἀριστ. Προβλ. 7. 3· τὰς ἀρμονίας τοῦ σώματος Ἐπικρ. Ἀντιλ. 2. 19 δ. μέλαθρα, ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Α. 1340. ΙΙ. καθιστῶ τινα ὑγρόν, εὔκαμπτον διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ξεν. Ἱππ. 7, 11. ΙΙΙ. ἀμεταβ., χαλαροῦμαι, ἀνοίγομαι, χαίνω, ὀστέον Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
relâcher, ouvrir.
Étymologie: διά, χαλάω.
Spanish (DGE)
(διαχᾰλάω) I tr.
1 abrir μέλαθρα E.IA 1340
•separar τὰ ... συνεστῶτα Thphr.CP 6.1.5.
2 disolver τὸ πῦρ διαχαλᾷ τὸ πεπηγὸς ἐν τῷ σώματι Arist.Pr.886b2
•abs. ref. tal vez a la disolución de durezas o hinchazones Hippiatr.130.75.
3 distender, relajar τὸ σῶμα X.Eq.7.11
•abs. relajar el vientre ἡ φλεβοτομία Mnaseas en Sor.19.15.
4 fig. acabar con, echar a perder (δόλιχος) τὰς ἁρμονίας ... διαχαλᾷ τοῦ σώματος (la carrera larga) le hace perder sus encantos corporales, e.e., la vejez, Epicr.3.15, en v. pas. τῷ μήκει τῶν ἄκρων χρόνων ... διαχαλᾶται τὸ ὕψος Longin.39.4.
II intr. abrirse, separarse ἕτοιμον ... ταύτῃ (τῇ ῥαφῇ) ... τὸ ὀστέον ... διαχαλᾶν el hueso tiene tendencia a abrirse por ahí (por la sutura) Hp.VC 12.
Greek Monotonic
διαχᾰλάω: μέλ. -άσω,
I. χαλαρώνω, ξαμπαρώνω, ελευθερώνω, ανοίγω, σε Ευρ.
II. καθιστώ κάτι εύκαμπτο μέσω της άσκησης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαχᾰλάω:
1) растворять, отворять (διαχαλᾶτε μοι μέλαθρα Eur.);
2) делать гибким (τὸ σῶμα Xen.);
3) растоплять, расплавлять (ὥσπερ ὁ ἥλιος τὴν χιόνα Arst.).
Middle Liddell
fut. άσω
I. to loosen, unbar, Eur.
II. to make supple by exercise, Xen.