δύσνοστος

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοστος Medium diacritics: δύσνοστος Low diacritics: δύσνοστος Capitals: ΔΥΣΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsnostos Transliteration B: dysnostos Transliteration C: dysnostos Beta Code: du/snostos

English (LSJ)

νόστος a return A that is no return, E. Tr.75. II from which no traveller returns, ῥόος App.Anth.4.54.

German (Pape)

[Seite 684] νόστος, unglückliche Heimkehr, Eur. Tr. 75.

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοστος: νόστος, ἐπάνοδος δυστυχής, Εὐρ. Τρῳ. 75.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est pas un vrai retour : δύσνοστος νόστος EUR retour qui n’en est pas un, retour difficile ou funeste.
Étymologie: δυσ-, νόστος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no es regreso, e.e. desgraciado νόστος E.Tr.75.
2 que no tiene regreso ῥόος δ. río sin retorno, GDRK 53.5.

Greek Monolingual

δύσνοστος, ο (Α)
1. δύσκολη, θλιβερή επιστροφή
2. αυτός (ο τόπος απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει κανείς.

Russian (Dvoretsky)

δύσνοστος: (о возвращении) несчастливый, роковой (νόστος Eur. - v.l. δύστηνος).

Middle Liddell


δύσ-νοστος νόστος, a return that is no return, Eur.