εὐάρματος
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ον, (ἅρμα) A with beauteous car, Θήβα S.Ant.845 (lyr.). 2 victorious in the chariot-race, Pi.P.2.5, I.2.17.
German (Pape)
[Seite 1057] glücklich, siegreich im Wettkampf der Wagen, Pind. P. 2, 5 I. 2, 17 u. öfter; Θήβη, mit schönen Wagen, Soph. Ant. 837.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάρμᾰτος: -ον, (ἅρμα) ἔχων καλὰ ἅρματα, Θήβας τ’ εὐαρμάτου ἄλσος Σοφ. Ἀντ. 845. 2) νικητὴς ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πίνδ. Π. 2. 9., Ι. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux beaux chars.
Étymologie: εὖ, ἅρμα.
English (Slater)
εὐάρμᾰτος, -ον
1 with splendid chariot εὐάρματος Ἱέρων (P. 2.5) εὐάρματον πόλιν Cyrene (P. 4.7) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17) εὐάρματε Θήβα fr. 195.
Greek Monolingual
εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυ-άρματος, χρυσ-άρματος].
Greek Monotonic
εὐάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ωραίο άρμα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐάρμᾰτος:
1) славный (своими боевыми) колесницами (Θήβη Soph.);
2) побеждающий в состязаниях колесниц (Ἱέρων Pind.).
Middle Liddell
εὐ-άρμᾰτος, ον ἅρμα
with beauteous car, Soph.