ζῴδιον

From LSJ
Revision as of 13:23, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῴδιον Medium diacritics: ζῴδιον Low diacritics: ζώδιον Capitals: ΖΩΔΙΟΝ
Transliteration A: zṓidion Transliteration B: zōdion Transliteration C: zodion Beta Code: zw/|dion

English (LSJ)

τό, Dim. of A ζῷον ΙΙ, small figure, painted or carved, Hdt. 1.70, IG12.374.288, 11(2).161 B74 (Delos, iii B.C.), Plu.2.673f; statuette, OGI717.6 (Egypt, iii A.D.); of large figures, ζ. πηχῶν ἑκκαίδεκα D.S.1.47. II Astron., sign of the Zodiac, διὰ μέσων τῶν ζ. Arist.Metaph.1073b20; ὁ κύκλος ὁ τῶν ζ. Id.Mete.343a24, cf. Plb.9.15. 7, Zeno Stoic.1.34, Hipparch.2.1.3, al., Gem.1.3, Autol.1.10, etc.:— also ζωΐδιον, τό, Arat.544, Man.1.309, al.

German (Pape)

[Seite 1142] dim. von ζῷον, Thierchen, Bildchen; Her. 1, 70; Paus. 3, 15, 11; auch von großen Thierbildern, D. Sic. 1, 47. – Bes. die Bilder des Thierkreises, Arist. mund. 2; Ath. XII, 536 f.

Greek (Liddell-Scott)

ζῴδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζῷον (ΙΙ), μικρὰ εἰκὼν ἐζωγραφημένη ἢ γεγλυμμένη, Ἡρόδ. 1. 70, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 36, Πλούτ. 2. 673F· ἐπὶ μεγάλων εἰκόνων, Διόδ. 1. 47. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ σημεῖα τοῦ Ζῳδιακοῦ κύκλου, διὰ μέσων τῶν ζ. Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 9 κἑξ., πρβλ. Κόσμ. 2, 7, καὶ ἴδε ζῳδιακός, ζῳοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
figurine ; τὰ ζῴδια les signes du zodiaque.
Étymologie: contract. de *ζωΐδιον.

Spanish

figura, signo zodiacal

Greek Monotonic

ζῴδιον: τό,
I. υποκορ. του ζῷον II, μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη ή ανάγλυφη, σε Ηρόδ.
II. στον πληθ., τα ζώδια του Ζωδιακού κύκλου, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῴδιον -ου, τό, demin. van ζῷον, beeldje, figuurtje.

Russian (Dvoretsky)

ζῴδιον: τό [стяж. из ζωΐδιον, demin. к ζῷον
1) фигурка, изображение животного (γλύφεσθαι ζῴδια Arst.; ζ. ἀργυροῦν Plut.): κρητῆρα ζῳδίων πιμπλάναι Her. покрыть чашу изображениями животных;
2) pl. знаки зодиака (δώδεκα ζῳδίων χῶραι Arst.): τῶν ζῳδίων κύκλος Arst. зодиак.

Middle Liddell

ζῴδιον, ου, τό,
I. Dim. of ζῷον II, a small figure, Hdt.
II. in plural the signs of the Zodiac, Arist.