καλαθίσκος

Revision as of 13:16, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= καλαθίσκιον, ὁ, Ar. Th. 822, Lys. 535, 579, Jahresh. 16 Beibl. 51 (iv BC), Theoc. 21.9. Archit., = κόφινος, of the coffers, panels of a ceiled roof, Chor. p. 118B. a kind of dance, Apolloph. 1, Men. 1018, Poll. 4.105 ; prob. l. for καλαθισμός, Ath. 14.629f.

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, dasselbe, Antp. Sid. 26 (VI, 160). – Eine Art Tanz, Ath. XI, 467 f Poll. 4, 105.

Greek Monolingual

καλαθίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι
2. αρχιτ. είδος κοσμήματος στα φατνώματα της οροφής, αλλ. κόφινος
3. είδος ορχήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. -ισκος (πρβλ. να-ίσκος, οικ-ίσκος)].

Greek Monotonic

κᾰλᾰθίσκος: ὁ, υποκορ. του κάλαθος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰθίσκος: ὁ корзинка, корзиночка Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαθίσκος -ου, ὁ demin. van κάλαθος, mandje, korfje.

Middle Liddell

κᾰλᾰθίσκος, ὁ, [Dim. of κάλαθος, Ar.] [from κά˘λᾰθος]