κατάτεχνος

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάτεχνος Medium diacritics: κατάτεχνος Low diacritics: κατάτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katátechnos Transliteration B: katatechnos Transliteration C: katatechnos Beta Code: kata/texnos

English (LSJ)

ον, A artificial, κίνημα (v.l. κακο-) AP5.131 (Phld., Sup.); τὸ κ. Plu.2.79b; epithet of Callimachus the sculptor, Vitr.4.1.10codd. (sed leg. κατατηξίτεχνος); cf. κακιζότεχνος.

German (Pape)

[Seite 1385] kunstvoll; κίνημα κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; λόγος Plut. de prof. virt. p. 252.

Greek (Liddell-Scott)

κατάτεχνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν τεχνικός, λίαν ἔντεχνος, κίνημα κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· λόγος πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς ἑαυτοῦ κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα μέλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. κακιζότεχνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait avec art, d’un art consommé.
Étymologie: κατά, τέχνη.

Greek Monolingual

κατάτεχνος, -ον (Α)
εντελώς σύμφωνος με τους κανόνες της τέχνης, πολύ έντεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν-τεχνος, σύν-τεχνος].

Russian (Dvoretsky)

κατάτεχνος: искусный, доведенный до совершенства (λόγος Plut.; κίνημα Anth.).