καταγαΐδιοι
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
θεοί gods of the underworld, = Lat. di manes, IG14.581 (Centuripa).
Greek Monolingual
καταγαΐδιοι, οἱ (Α)
φρ. «καταγαΐδιοι θεοί» — οι θεοί του κάτω κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γα-ΐδιος (< γᾱ / γη) κατά το πρότυπο του κατάγειος. Ο τ. μαρτυρείται επίσης μόνο στον αμφίβολο τ. υπογαΐδιοι].