κεροίαξ

From LSJ
Revision as of 13:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροίαξ Medium diacritics: κεροίαξ Low diacritics: κεροίαξ Capitals: ΚΕΡΟΙΑΞ
Transliteration A: keroíax Transliteration B: keroiax Transliteration C: keroiaks Beta Code: keroi/ac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, in plural, A ropes belonging to the yard-arm, Luc.Nav. 4; sine expl., Suid.; glossed κάροια (v.l. κάρυα), i.e. blocks, and κρίκοι, Sch.Luc.l.c.

German (Pape)

[Seite 1425] ακος, ὁ, Tau, die Raaen an dem Maste zu befestigen u. zu lenken, Luc. Navig. 4, Schol. erkl. κάρια; vgl. Poll. 10, 133.

Greek (Liddell-Scott)

κεροίαξ: -ᾱκος, ὁ, σχοινίον ἀνῆκον εἰς τὰς κεραίας, Λουκιαν. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 4.

French (Bailly abrégé)

ᾱκος (ὁ),
au plur., n. de deux cordages qui vont des extrémités de la vergue à une poulie fixée au mât et qu’on appelle les balancines ; simpl., sorte d’anneaux de corde fixés à la balancine, et que saisissait la main du matelot pour manœuvrer les antennes, LUC. Nav. 4..
Étymologie: κέρας, οἴαξ.

Greek Monolingual

ο (Α κεροίαξ -ακος)
ναυτ. καθένα από τα σχοινιά που αναβαστάζουν τα άκρα των κεραιών τών τετραγωνικών ιστίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + οἴαξ «δοιάκι»].

Greek Monotonic

κεροίαξ: -ᾶκος, ὁ, σχοινί που ανήκει στις αντένες πλοίων, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεροίαξ -ακος, ὁ [κέρας?, οἴαξ] scheepstuigage.

Russian (Dvoretsky)

κεροίαξ: ᾱκος ὁ канат для управления реей Luc.

Middle Liddell

κερ-οίαξ, ᾱκος, ὁ,
a rope belonging to the sailyards, Luc.