κεφαλαργία
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ἡ, later form for κεφαλαλγία, Luc. Jud.Voc.4:— hence -αργέω, PMag.Par.1.136; A give one a headache, Hsch. s.v. ὠτοκοπεῖ.
German (Pape)
[Seite 1428] ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κεφαλαργία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κεφαλαλγία, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται κεφαλαλγέω), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mal de tête.
Étymologie: par dissimil. de κεφαλαλγία.
Greek Monolingual
κεφαλαργία, ἡ (ΑΜ) κεφαλαργώ
(μτγν. τ. αντί κεφαλαλγία) πόνος της κεφαλής, κεφαλαλγία.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαργία: ἡ Luc. = κεφαλαλγία.