κύρβεις
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
εων, αἱ, Ar.Av.1354, Lys.30.20, etc.; οἱ, Cratin.274 (but ταῖς codd. of Plu.Sol.25), Arist.Ath.7.1, Euph.6: A κύρβιες AP4.4 (Agath.); acc. pl. κύρβιας A.R.4.280, AP4.3b.37 (Agath.): sg., v. infr. III, acc. κύρβιν Nonn.D.12.55; dat. κύρβιδι ib.37: (perh. akin to κόρυμβος): —at Athens, triangular tablets, forming a three-sided pyramid, turning on a pivot, upon which the early laws were inscribed, Cratin. l.c., Ar.l.c., Pl.Plt.298e, Lys.30.17, Arist. l. c.; described as being of wood, Plu. l. c.; of bras, Sch.Ar. l. c.; of stone, Apollod.Fr. Hist.107(a) J.; by some identified with ἄξονες, Eratosth. ap. Sch. A.R.4.280, Plu. l.c.; by others distinguished from them, Ar.Byz. ap. EM 547.52, Sch.A.R. l.c., AB274, Hsch. II later, of all pillars or tablets with inscriptions, Pl. l.c., Porph.Abst.2.21; of maps, A.R. l.c.; of wall-pictures, Nonn.D.12.32; κ. γηραλέαι, of Homer's poems, AP15.36 (Cometas), cf. 4.4 (Agath.): metaph., the pillars of Heracles, ib.4.3b.37 (Id.). III in sg., metaph., of the Spartan scytale, Achae.19; of a pettifogging lawyer, as if a walking statutebook, Ar.Nu.448 (anap.); κ. ἑταιρικῶν κακῶν, of a ἑταίρα, Aristaenet. 1.17, cf. Zen.4.77.
German (Pape)
[Seite 1535] (den sing. κύρβις haben die Gramm.; auch Ar. Nubb. 447, wo ein abgefeimter Rabulist κύρβις genannt wird, gleichsam ein lebendiges Landrecht; eine Hetäre heißt κύρβις ἑταιρικῶν κακῶν Aristaen. 1, 17; vgl. κυρβασία u. κόρυς, κορυφή), αἱ, auch οἱ, in Athen dreieckige, pyramidenartige Pfeiler (Tim. lex. Plat. στήλη τρίγωνος πυραμοειδής), von weiß angestrichenem Holze, in alten Zeiten auch von Stein, nach Schol. Ap. Rh. 4, 280, der da sagt, daß sie στῆλαι hießen ἀπὸ τῆς στάσεως u. κύρβεις ἀπὸ τῆς εἰς ὕψος ἀνατάσεως οἱονεὶ κορύφεις, vgl. Harpocr., wo in einer Stelle aus Arist. es mascul. gebraucht ist, wie Ath. VI, 234 e Plut. Num. 22; man konnte sie um eine Achse drehen; es waren auf ihnen die ältesten Gesetze Athens verzeichnet, nach Tim. a. a. O. u. A. nur die auf die Religion sich beziehenden Gesetze; also verschieden von den ἄξονες, welche die auf die bürgerlichen Verhältnisse bezüglichen Gesetze enthielten; Lys. θυσίαι ἐκ τῶν κύρβεων καὶ τῶν στηλῶν, 30, 17; welchen Unterschied Eratosthenes bei Schol. Ap. Rh. a. a. O. nicht macht. Andere unterscheiden so, daß die κύρβεις dreieckig, die ἄξονες viereckig waren. Ar. komisch πελαργῶν, Av. 1354; γράψαντες ἐν κύρβεσί τισι καὶ στήλαις Plat. Polit. 298 d. – Allgemeiner heißen bei Agath. 58 (IV, 4) die Säulen des Herkules κύρβιες Ἀλκείδαο u. bei Comet. 5 (XV 36) die Tafeln, auf denen Homers Gedichte geschrieben waren, ἀμφότεραι κύρβεις γηραλέαι. Bei Ap. Rh. 4, 280 sind κύρβιες geographische Tafeln. Sprichwörtlich κύρβεις κακῶν, Zen. 4, 77, ἐπὶ τῶν σφόδρα πονηρευομένων.
Greek (Liddell-Scott)
κύρβεις: εων, αἱ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1354, κτλ.· οἱ, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Εὐφορ. ἐν Ἀποσπ. 5., Λυσ. 185. 8· ὡσαύτως κύρβιες Ἀνθ. Π. 4. 3, 83., 4. 4· εὕρηται ἑνικ. δοτικὴ κύρβιδι Νόνν. Δ. 12. 37, αἰτ. κύρβιν αὐτόθι 55, δοτ. πληθ. κύρβεσιν Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· (ἴσως συγγενὲς τῷ κόρυμβος). Ἐν Ἀθήναις, τριγωνικοὶ πίνακες συνημμένοι κατὰ τὰς ἄκρας τῶν πλευρῶν καὶ σχηματίζοντες οὕτω τρίεδρον πυραμίδα περὶ ἄξονα στρεφομένην, ἔχουσαν δὲ τοὺς ἀρχαιοτάτους νόμους γεγραμμένους ἐπὶ τῶν τριῶν ἑδρῶν (πλευρῶν) (Τιμαί. Λεξ. ἐν λ.), πρῶτον μνημονευόμεναι παρὰ Κρατίνῳ, ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολιτικ. 298D, Λυσ. 184. 38, Ἀριστ. Ἀποσπ. 352· ἦσαν δὲ ξύλιναι κατὰ τὸν Πλούτ. ἐν Σόλωνι 25· χάλκιναι κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· λίθιναι κατὰ τὸν Ἀπολλοδ. παρὰ Σουΐδ.· καλοῦνται δὲ καὶ ἄξονες, Ἐρατοσθέν. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 280, Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλά τινες ὑποθέτουσιν ὅτι αἱ μὲν κύρβεις περιεῖχον τὰς ἱερὰς συγγραφάς, οἱ δὲ ἄξονες τοὺς πολιτικοὺς νόμους, Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ.· ἕτεροι λέγουσιν ὅτι αἱ κύρβεις ἀπετέλουν τρίεδρον πυραμίδα, τετράπλευρον δὲ οἱ ἄξονες, Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Α. Β. 274, Ἡσύχ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐπὶ παντὸς πίνακος ἢ στήλης μετ’ ἐπιγραφῶν, Πλάτ. Πολιτικ. 298D· ἐπὶ γεωγραφικῶν πινάκων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 280· κ. γηραλέαι, ἐπὶ τῶν Ὁμηρικῶν ποιημάτων, Ἀνθ. Π. 15. 36, πρβλ. 4. 4 ― μεταφορ., αἱ στῆλαι τοῦ Ἡρακλέους, αὐτόθι 4. 3, 83. ΙΙΙ. τὸ ἑνικὸν κύρβις κεῖται μεταφορ. ἐπὶ τῆς Σπαρτιατικῆς σκυτάλης, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451D· ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 448, ἐπὶ νομικοῦ λεπτολόγου καὶ εἰς μηδαμινὰς ὑποθέσεις ἀσχολουμένου, Λατ. leguleius, οὕτως εἰπεῖν, ζῶσα συλλογὴ νόμων· πόρνη τις καλεῖται κ. ἑταιρικῶν κακῶν Ἀρισταίν. 1. 17· πρβλ. Παροιμιογρ.
Greek Monolingual
κύρβεις, -εων και κύρβιες, αἱ και οί (Α)
1. τριγωνικοί ξύλινοι ή χάλκινοι ή λίθινοι πίνακες ενωμένοι σε τρίεδρη πυραμίδα η οποία στρεφόταν γύρω από άξονα, πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι αρχαιότατοι νόμοι («ἀναγράψαντες δὲ τοὺς νόμους εἰς τοὺς κύρβεις, ἔστησαν ἐν τῇ στοᾷ τῇ βασιλείῳ», Αριστοτ.)
2. πίνακας ή στήλη με επιγραφές που περιείχαν νόμους ή δόγματα ή αποφάσεις
3. γεωγραφικοί πίνακες
4. τοιχογραφίες
5. οι στήλες του Ηρακλέους
6. (θηλ. στον εν.) ἡ κύρβις
η εταίρα
7. (το αρσ. στον εν.) ὁ κύρβις
α) νομικός λεπτολόγος που ασχολείται με μηδαμινά πράγματα
β) η σκυτάλη τών Σπαρτιατών
γ) πινακίδιο
8. φρ. «κύρβεις γηραλέαι» — τα ποιήματα του Ομήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., που συνδέεται ίσως με τη λ. κύρβη].
Greek Monotonic
κύρβεις: -εων, αἱ, δοτ. κύρβεσιν·
I. τριγωνικές πλάκες προσαρμοσμένες στις γωνίες ώστε να σχηματίζουν πυραμίδα τριών πλευρών, και που είχαν γραμμένους πάνω τους τους αρχαιότατους νόμους, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. στον ενικ., μεταφ., λέγεται για δικολάβο, δικηγορίσκο, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. a. m.
Meaning: name of turnable pillars or columns, in the form of a three-sided pyramide, on which in Athens the laws of Solon were inscribed, also used of other inscribed tables (Att., Arist.).
Other forms: (-ιες), -εων pl., rarely sg. κύρβις.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As technical expression suspected of being a loan. Mostly (Zupitza, Prellwitz etc., s. WP. 1, 472 f.) connected with καρπός hand-root (s. v.); apart from the diverging -β-, is an IE. sequence *kurp-, *kurb- (for *ku̯r̥p-, *ku̯r̥b-) hardly acceptable. - Here also Κύρβαντες (s. v.) seen the whirling dances (Fick BB 29, 239, Kretschmer Sprache 2, 68)? Discussion in Jeffery, Local Scrpts 53f. - Pre-Greek?
Middle Liddell
I. triangular tablets, fitted at the angles so as to form a pyramid of three sides, and having the earliest laws written on the sides, Ar., Plat.
II. in sg. metaph. of a pettifogging lawyer, Ar.
Frisk Etymology German
κύρβεις: {kúrbeis}
Forms: (-ιες), -εων pl., selten sg. κύρβις,
Grammar: f. u. m.
Meaning: Ben. drehbarer Pfeiler od. Säulen, in Form einer dreiseitigen Pyramide, auf denen in Athen die Gesetze des Solon aufgezeichnet waren, auch auf andere Inschrifttafeln übertr. (att., Arist. usw.).
Etymology : Schon als technischer Ausdruck der Entlehnung stark verdächtig. Nach v. Windekens Μνήμης χάριν 2, 216ff. mit lat. corbis Korb aus dem Pelasgischen. Gewöhnlich (Zupitza, Prellwitz usw., s. WP. 1, 472 f.) mit καρπός Handwurzel (s. d.) verbunden; von dem abweichenden -β- abgesehen, ist ja eine idg. Lautfolge *kurp-, *kurb- (für *ku̯r̥p-, *ku̯r̥b-) schwerlich denkbar. — Hierher auch Κύρβαντες (s. d.) mit Beziehung auf die wirbelnden Tänze (Fick BB 29, 239, Kretschmer Sprache 2, 68) ?
Page 2,53