λαμπαδηφόρος

From LSJ
Revision as of 14:51, 8 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδηφόρος Medium diacritics: λαμπαδηφόρος Low diacritics: λαμπαδηφόρος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lampadēphóros Transliteration B: lampadēphoros Transliteration C: lampadiforos Beta Code: lampadhfo/ros

English (LSJ)

ὁ, A torch-bearer, torchbearer, torch bearer, A.Ag.312, Ar.Fr.442, IG22. 1250, 2.965b28: -οι, title of play by Philetaerus; but also, candelabra, JRS18.162 (Jerash, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 11] fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδηφόρος: ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un flambeau dans les sacrifices.
Étymologie: λαμπάς, φέρω.

Spanish

que porta una antorcha

Greek Monolingual

ο (AM λαμπαδηφόρος)
αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία
μσν.
ο λαμπαδάριος
αρχ.
1. κηροπήγιο
2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι
τίτλος θεατρικού έργου του Φιλεταίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -φόρος (< φέρω). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

λαμπᾰδηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά λαμπάδα, λαμπαδηδρόμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδηφόρος: ὁ факелоносец Aesch.

Middle Liddell

λαμπᾰδη-φόρος, ὁ, φέρω
a torch-bearer, Aesch.