μιαρόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 15:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐᾰρόγλωσσος Medium diacritics: μιαρόγλωσσος Low diacritics: μιαρόγλωσσος Capitals: ΜΙΑΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: miaróglōssos Transliteration B: miaroglōssos Transliteration C: miaroglossos Beta Code: miaro/glwssos

English (LSJ)

ον, A foul-mouthed, AP7.377 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 182] mit schmutziger Zunge, schmähsüchtig, Eryc. 11 (VII, 377).

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰρόγλωσσος: -όν, ὁ ἔχων μιαρὰν γλῶσσαν, αἰσχρολόγος, «βρωμόγλωσσος», Ἀνθ. Π. 7. 377.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage impur ou criminel.
Étymologie: μιαρός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

μιαρόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].

Greek Monotonic

μιᾰρόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), βωμολόχος, χυδαιολόγος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μιᾰρόγλωσσος: с мерзостным языком, сквернословящий Anth.

Middle Liddell

μιᾰρό-γλωσσος, ον γλῶσσα
foul-tongued, Anth.