παραπλήρωμα
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ατος, τό, A expletive, ὀνομάτων παραπλήρωμα words and phrases of such kind, D.H. Dem.39, cf. 19; λέξεων Id.Isoc.3. II Geom., complement of a parallelogram, Euc. 1.43, etc. III = stuffing, cramming, sagina, Gloss.
German (Pape)
[Seite 494] τό, etwas zur beiläufigen Ausfüllung Dienendes, was also nicht wesentlich ist, Nebensache, Lückenbüßer, D. Hal. de adm. vi Dem. 19 u. öfter, wie andere Gramm. u. Scholl., bes. von einzelnen Wörtern u. Wendungen, welche man zur besseren Ausfüllung u. Abrundung des Satzes braucht.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλήρωμα: τό, πλεόνασμα, ὀνομάτων παραπλ., λέξεις καὶ φράσεις πλεονάζουσαι, τὸ τοῦ Κικέρωνος complementa numerorum, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 39, πρβλ. περὶ Ἰσοκρ. 3· «παραπλήρωμα δέ ἐστι λέξις ἐκ περισσοῦ κειμένη κόσμου χάριν ἢ μέτρου» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 721, 5. 2) συμπλήρωμα, συμπλήρωσις, τούτων [τῶν νόμων] Κλήμ. Ἀλ. 85.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παραπληρώ
συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα
νεοελλ.
γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών
αρχ.
1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή χάριν του μέτρου, Διον. Αλ.)
2. χορτασμός.
Russian (Dvoretsky)
παραπλήρωμα: ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений).