παρεκπίπτω

From LSJ
Revision as of 08:39, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκπίπτω Medium diacritics: παρεκπίπτω Low diacritics: παρεκπίπτω Capitals: ΠΑΡΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: parekpíptō Transliteration B: parekpiptō Transliteration C: parekpipto Beta Code: parekpi/ptw

English (LSJ)

A slope, εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Placit.3.12.1.

German (Pape)

[Seite 513] (s. πίπτω), heraus u. anderswohin fallen, Plut. plac. phil. 3, 12; sich daneben od. heimlich herausschleichen, entkommen, Sp.; ausfallen, von Wörtern, D. Hal. C. V. c. 25.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκπίπτω: ἐκπίπτω ὡς εἰ κατὰ τύχην, μένω ἔξω, ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συντάξ. 25. ΙΙ. ὁρμῶ εἰς, εἰς τὴν πόλιν Φίλων Βελοπ. σελ. 80, 235. ΙΙΙ. γίνομαι ἐπικλινής, κατάντης, εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Πλούτ. 2. 895Ε.

French (Bailly abrégé)

tomber dans un autre sens, s’affaisser.
Étymologie: παρά, ἐκπίπτω.

Greek Monolingual

Α εκπίπτω
1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω
2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω
3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῖν», Φίλ. Βελοπ.).

Russian (Dvoretsky)

παρεκπίπτω: (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.).