πηρίν
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
or πηρίς (both forms in Choerob. in An.Ox.2.248), ῖνος, ἡ, scrotum, Nic.Th.586, Antig. ap. Erot. (not found in text of Hp.); ἐλάφου πηρίς Hsch.
German (Pape)
[Seite 611] ὁ, auch πηρίς, ῖνος, ἡ, Saamenbeutel, Hodensack mit den Hoden, Nic. Th. 583; vgl. E. M. 671, 3 u. περίναιος, περίνεος.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
le scrotum.
Étymologie: πήρα.
Greek Monolingual
και πηρίς, -ῑνος, ἡ, Α
ο σάκος τών όρχεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα -ίν/-ίς (πρβλ. γλωχ-ίν/-ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ-ίν/-ίς: ῥήγνυμι, σταμ-ῖνες: ἵστημι, στάμ-νος)].