στόλισμα

From LSJ
Revision as of 18:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόλισμα Medium diacritics: στόλισμα Low diacritics: στόλισμα Capitals: ΣΤΟΛΙΣΜΑ
Transliteration A: stólisma Transliteration B: stolisma Transliteration C: stolisma Beta Code: sto/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.

Greek (Liddell-Scott)

στόλισμα: τό, ἔνδυμα, μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: στολίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στολίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια του στολίζω, διακόσμηση, καλλωπισμός (α. «το στόλισμα της νύφης» β. «το στόλισμα του Επιταφίου»)
2. (κυριολ. και μτφ.) κόσμημα, στολίδιείναι το στόλισμα του σπιτιού»)
μσν.-αρχ.
ενδυμασία, φόρεμα.

Greek Monotonic

στόλισμα: -ατος, τό (στολίζω), ένδυμα, χλαίνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στόλισμα: ατος τό снаряжение или одежда Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόλισμα -ατος, τό [στολίζω] uitrusting.

Middle Liddell

στόλισμα, ατος, τό, στολίζω
a garment, mantle, Eur.

English (Woodhouse)

dress

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)