συμπέρθω

From LSJ
Revision as of 15:13, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπέρθω Medium diacritics: συμπέρθω Low diacritics: συμπέρθω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΘΩ
Transliteration A: sympérthō Transliteration B: symperthō Transliteration C: sympertho Beta Code: sumpe/rqw

English (LSJ)

A destroy with or together, E.Hel.106 (tm.).

German (Pape)

[Seite 986] (s. πέρθω), mit zerstören, in tmesi, ξύν γε πέρσας, Eur. Hel. 105.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέρθω: καταστρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 106, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].

Greek Monotonic

συμπέρθω: μέλ. -σω, καταστρέφω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πέρθω mede verwoesten, helpen verwoesten.

Russian (Dvoretsky)

συμπέρθω: вместе разрушать: ξύν γε πέρσας (sc. Ἰλίου πόλιν) Eur. вместе с разрушением Илиона.

Middle Liddell

fut. σω
to destroy with or together, Eur.