συμπραγματεύομαι

From LSJ
Revision as of 14:57, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3, $4:")

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπραγμᾰτεύομαι Medium diacritics: συμπραγματεύομαι Low diacritics: συμπραγματεύομαι Capitals: ΣΥΜΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: sympragmateúomai Transliteration B: sympragmateuomai Transliteration C: sympragmateyomai Beta Code: sumpragmateu/omai

English (LSJ)

aor. A -επραγματεύθην IG11(4).1055.10 (Delos, iii B.C.), Lycon ap.D.L.5.71 :—assist in transacting business, τισι Plu.Cat.Ma.21; σ. τὰ περὶ τοὺς νόμους Id.Lyc.5; μετά τινων περί τινος IG22.844.17 (iii B.C.), cf.PTeb.812.13 (ii B.C.): abs., Plu.2.417a, CIG (add.) 1997d (Edessa).

German (Pape)

[Seite 989] dep. med., zugleich womit beschäftigt sein, Plut. Lyc. 5, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συμπραγμᾰτεύομαι: μέλλ. -έυσομαι· ἀόρ. -επραγματεύθην Διογ. Λ. 5. 71· ἀποθ. Καταγίνομαι ὁμοῦ, συνδιεξάγω, ἀσχολοῦμαι ὁμοῦ εἴς τι, τινι Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 21· σ. τι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούρ. 5· ἀπολ., ὁ αὐτ. 2. 417Α, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1997d.

French (Bailly abrégé)

f. συμπραγματεύσομαι, ao. συνεπραγματευσάμην ou συνεπραγματεύθην;
traiter d’affaires ou d’une affaire avec, τινι.
Étymologie: σύν, πραγματεύομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ πραγματεύομαι
καταγίνομαι κι εγώ, μετέχω κι εγώ σε εργασία.

Greek Monotonic

συμπραγματεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ., ασχολούμαι, καταγίνομαι από κοινού σε ένα έργο, με δοτ. προσ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμπραγμᾰτεύομαι: совместно делать, помогать, сотрудничать: σ. τὰ περὶ τοὺς νόμους Plut. участвовать в законодательстве; σ. τινι Plut. заниматься делами с кем-л., быть чьим-л. компаньоном.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπραγματεύομαι [σύν, πραγματεύομαι] meewerken aan; met dat. helpen zaken af te handelen.

Middle Liddell

fut. -εύσομαι
Dep. to assist in transacting business, c. dat. pers., Plut.