συσσήπω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A macerate food completely, for digestion, Arist.PA675a13:—Pass., with pf. Act., grow putrid together, Hp.Loc.Hom.29, Ael.NA10.13, Porph.VP44.
Greek (Liddell-Scott)
συσσήπω: ἐντελῶς διαβρέχω, διαλύω τὴν τροφὴν πρὸς χώνευσιν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13· σήπω ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ σαπῇ ἐπίσης, «τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον» Γεωπ. 4. 15, 3. - Παθητ., μετ’ ἐνεργ. πρκμ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ σήψεως, «σαπίζω», Αἰλ. π. Ζ. 10. 13, Κλήμ. Ἀλ. σ. 7.
French (Bailly abrégé)
au pf. et au Pass.
pourrir ou se consumer ensemble.
Étymologie: σύν, σήπω.
Greek Monolingual
ΜΑ σήπω
κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.)
αρχ.
διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση.
Russian (Dvoretsky)
συσσήπω: размягчать, разлагать (τροφήν Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσσήπω Att. ook ξυσσήπω [σύν, σήπω] med.-pass. intrans. rotten; perf. ξυνσεσηπός geheel verrot. Hp.