ταυροσφάγος

From LSJ
Revision as of 12:37, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροσφάγος Medium diacritics: ταυροσφάγος Low diacritics: ταυροσφάγος Capitals: ΤΑΥΡΟΣΦΑΓΟΣ
Transliteration A: taurosphágos Transliteration B: taurosphagos Transliteration C: tavrosfagos Beta Code: taurosfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A bull-slaughtering, especially in sacrifice, τ. ἡμέρα S.Tr.609; τ. λέαινα Lyc.47; of dithyrambic poets, Tz.Diff. Poet.17.

German (Pape)

[Seite 1074] wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροσφάγος: -ον, (√ΣΦΑΓ, σφάττω) ὡς τὸ ταυροκτόνος, ὁ σφάζων ταύρους, μάλιστα ἐν θυσίᾳ, τ. ἡμέρα, ταυροκτόνος, Σοφ. Τρ. 609· τ. λέαινα Λυκόφρ. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on immole un taureau ou des taureaux.
Étymologie: ταῦρος, σφάττω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια του οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» — ημέρα θυσιών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιρο-σφάγος].

Greek Monotonic

ταυροσφάγος: [ᾰ], -ον (σφάττω), αυτός που σφάζει ταύρους, κυρίως λέγεται για θυσία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροσφάγος: (ᾰγ) закалывающий быка: ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ Soph. в день заклания быков.

Middle Liddell

ταυρο-σφάγος, ον, σφάττω
bull-slaughtering, sacrificial, Soph.

English (Woodhouse)

killing bulls

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)