τρίστομος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον, A three-edged or three-pointed, αἰχμή AP6.167 (Agath.); τ. δόρυ, of the trident, Max.Tyr.10.8; with three mouths, Ῥοδανός Str.4.1.8. II τρίστομον, τό, dub. sens., prob. place-name, in PTeb.112.2, al. (ii B. C., cf. ii p.405); σιτολόγοι Τριστόμου Ostr.1097 (ii A. D.), cf. BGU1072 iii 2 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1148] 1) dreimündig. – 2) dreischneidig, αἰχμή Agath. 28 (VI, 167).
Greek (Liddell-Scott)
τρίστομος: -ον, ὁ ἔχων τρία στόματα, αἰχμὴ Ἀνθ. Π. 6. 167, πρβλ. δίστομος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à triple tranchant;
2 à triple pointe (trident).
Étymologie: τρεῖς, στόμα.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίστομος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία στόματα ή τρία στόμια ή τρεις αιχμηρές επιφάνειες («τρίστομος αἰχμή», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. και ουσ.) το τρίστομο
ζωολ. μικρό σκουλήκι που παρασιτεί στα βράγχια διαφόρων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος].
Greek Monotonic
τρίστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει τρία στόματα, τρεις αιχμές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρίστομος: с тремя остриями (αἰχμή Anth.).