τριπιθήκινος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
η, ον, thrice or throughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
trois fois aussi laid qu’un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.
Greek Monolingual
-ηκίνη, -ον, Α
τελείως πιθηκοειδής («ῥύγχος ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πίθηκος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐπῐθήκῐνος: трижды, т. е. вполне обезьяний (ῥύγχος Anth.).
Middle Liddell
τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον
thrice or thoroughly apish, Anth.