χρύσασπις

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσασπις Medium diacritics: χρύσασπις Low diacritics: χρύσασπις Capitals: ΧΡΥΣΑΣΠΙΣ
Transliteration A: chrýsaspis Transliteration B: chrysaspis Transliteration C: chrysaspis Beta Code: xru/saspis

English (LSJ)

ῐδος, ὁ, ἡ, A with shield of gold, Ἄρης B.19.11; Θήβα Pi.I.1.1; Παλλάς E.Ph.1372; οἱ χ., a corps in the Macedonian army, Poll.1.175.

German (Pape)

[Seite 1379] ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).

Greek (Liddell-Scott)

χρύσασπις: [ῡ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσῆν ἀσπίδα, Θήβη Πινδ. Ι. 1. 1· Παλλὰς Εὐρ. Φοίν. 1372· οἱ χρυσάσπιδες, σῶμά τι τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α, 175.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d’or.
Étymologie: χρυσός, ἀσπίς.

English (Slater)

χρῡσασπις
   1 with golden shield χρύσασπι Θήβα (I. 1.1)

Greek Monolingual

-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες
σώμα ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού
αρχ.
οπλισμένος με χρυσή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ασπίς (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. χάλκ-ασπις].

Greek Monotonic

χρύσασπις: [ῡ], -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χρυσή ασπίδα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρύσασπις: ῐδος (ῡ) adj. с золотым щитом или оружием (Θήβη Pind.; Παλλάς Eur.; Ῥώμη Anth.).

Middle Liddell

χρύ¯σ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,
with shield of gold, Pind., Eur.

English (Woodhouse)

with golden shield

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)