χρυσώψ

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσώψ Medium diacritics: χρυσώψ Low diacritics: χρυσώψ Capitals: ΧΡΥΣΩΨ
Transliteration A: chrysṓps Transliteration B: chrysōps Transliteration C: chrysops Beta Code: xrusw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, A gold-coloured, shining like gold, θύρσος E.Ba.553 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1383] ῶπος, ὁ, ἡ, goldfarbig, glänzend wie Gold, s. χρυσώπης.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χρυσοῦ, λάμπων ὡς χρυσός, μόλε χρυσῶπα τινάσσων ἀνὰ θύρσον κατ’ Ὄλυμπον ἐ Εὐρ. Βάκχ. 553· οὕτω κληθεὶς (κατὰ τὸν Ἕρμαννον) ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ ἄνθους τοῦ κισσοῦ.

Greek Monolingual

-ῶπος, ὁ, Α
χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. φοβερ-ώψ].

Greek Monotonic

χρῡσώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = χρυσωπός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσώψ: ῶπος adj. сияющий как золото (θύρσος Eur.).

Middle Liddell

χρῡσ-ώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, = χρυσωπός, Eur.]