ἀντίφωνος
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ον, (φωνή) A sounding in answer, concordant, as in the octave, ὀξύτητα βαρύτητι σύμφωνον καὶ ἀ. Pl.Lg.812d: abs., ἁρμονίαι Ph.2.485. 2 responsive to, c. gen., στεναγμάτων E.Supp.800 (lyr.). II discordant, contradictory, Plu.2.361a, Corp.Herm.16.1: c. gen., τῶν γενησομένων Plu.2.412b. III as Subst., ἀντίφωνον, τό, concord in the octave, τὸ ἀ. σύμφωνόν ἐστι διὰ πασῶν Arist. Pr.918b30, 921a8.
German (Pape)
[Seite 263] 1) wider-, entgegentönend, entgegen; Ggstz σύμφωνος Plat. Legg. VII, 812 d; τινί IV, 717 b. – 2) entsprechend, dagegen tönend, Eur. Suppl. 800; mit einem Instrumente begleitend; τὸ αντίφωνον, der Accord in der Oktave, Arist. Probl. 19. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ εἰς ἀπόκρισιν ἠχῶν, σύμφωνος, ἐναρμόνιος, ὡς ἐν τῇ φωνητ. κλίμακι, ὀξύτητα βαρύτητι ξύμφωνον καὶ ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 212DϏ ἀντ. τοῖς πρότερον ῥηθεῖσι αὐτόθ. 717Β: ἀπολ., μέλη, ἁρμονίαι, Φίλων 2. 485. 2) ἀνταποκρινόμενος πρός τι, μετὰ γεν., στεναγμάτων Εὐρ. Ἱκ. 800˙ ἀντίφωνα τῶν γενησομένων Πλούτ. 2. 412Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀντίφωνον, τό, συμφωνία ἐν τῇ μουσικῇ κλίμακι μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς ὀγδόης, τὸ ἀντ. σύμφωνόν ἐστι διὰ πασῶν Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1, πρβλ. 19. 16 κ. ἀλλ. 2) παρ’ Ἐκκλ. ἀντίφωνα εἶναι στίχοι τινὲς ἐκ τῆς ἁγίας Γραφῆς ψαλλόμενοι διαδοχικῶς ὑπὸ τῶν δύο χορῶν˙ ψάλλονται δὲ πρὸ τῆς μικρᾶς εἰσόδου ἐν τῇ λειτουργίᾳ. ― Ἐντεῦθεν, ἐπίρρ. ἀντιφωνικῶς Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui répond à, qui accompagne, gén..
Étymologie: ἀντί, φωνή.
Spanish (DGE)
-ον
I del canto o la voz
1 que responde c. dat. ὀξύτητα βαρύτητι ... σύμφωνον καὶ ἀντίφωνον παρεχομένους al poner en consonancia y en responsión la altura con la gravedad (el citarista y su aprendiz al usar la lira), Pl.Lg.812d
•fig. c. gen. ταῦτα ... ἀντίφωνα τῶν γενησομένων Plu.2.412b
•abs. ἀντίφωνον ... ἁρμονίαν Ph.1.312, 2.485.
2 subst. antifonía διὰ τί ἥδιον τὸ ἀντίφωνον τοῦ συμφώνου Arist.Pr.918b30
•τὸ ἀ. antífona canto litúrgico alternado, Pall.H.Laus.43.3, Socr.Sch.HE 8.8.1.
3 adv. c. gen. ἀντίφωνα haciendo eco ἐμῶν στεναγμάτων E.Supp.800.
II fig. discordante, contradictorio c. dat. οἷς Plu.2.36e, δαίμοσιν Plu.2.361a, ref. a un discurso τοῖς ἐμοῖς ... λόγοις Corp.Herm.16.1.
Greek Monotonic
ἀντίφωνος: -ον (φωνή), αυτός που ηχεί ως απόκριση, ανταποκρινόμενος σε, με γεν., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίφωνος:
1) звучащий различно (χορδαί Arst.); перен. противоположный (τινι Plat.; δι᾽ ἀντιφώνων ἔχειν τὸ σύμφωνον Plut.;
2) звучащий в ответ, откликающийся, вторящий (τινος Eur., Plut.).
Middle Liddell
φωνή
sounding in answer, responsive to, c. gen., Eur.