ἀπορητικός

From LSJ
Revision as of 14:57, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορητικός Medium diacritics: ἀπορητικός Low diacritics: απορητικός Capitals: ΑΠΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aporētikós Transliteration B: aporētikos Transliteration C: aporitikos Beta Code: a)porhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A aporetic, inclined to doubt, Id.Aem.14, S.E.P.1.221, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69, cf. Gell.11.5.6. Adv. -κῶς S.E.M.7.30, Procl. in Prm. p.562S. 2 dubitative, ἐπίρρημα Gal.7.661; ὕμνοι Men.Rh.p.343S.

German (Pape)

[Seite 321] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., σκεπτικός, τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν εἶναι, οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ οἷον δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à douter, sceptique.
Étymologie: ἀπορέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 inclinado a la duda de los filósofos escépticos por op. los dogmáticos, Aenesidamus Cnossius en Phot.Bibl.169b40, Plu.Aem.14, S.E.P.1.221, D.L.9.69, Gal.2.127, Gell.11.5.6.
2 dubitativo, de duda ἐπίρρημα Gal.7.661, ὕμνοι Men.Rh.343.
3 adv. -ῶς en tono de duda ὅσα μὲν ἀ. εἴωθε λέγεσθαι παρὰ τοῖς σκεπτικοῖς S.E.M.8.1
escépticamente φιλοσοφεῖν S.E.M.7.30, κατορθοῦν Procl.in Prm.729.24.

Greek Monolingual

ἀπορητικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία
2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος.

Greek Monotonic

ἀπορητικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορητικός: сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog. L.

Middle Liddell

[from ἀπορέω
inclined to doubt, Plat.