ἀπόφονος

From LSJ
Revision as of 12:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόφονος Medium diacritics: ἀπόφονος Low diacritics: απόφονος Capitals: ΑΠΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: apóphonos Transliteration B: apophonos Transliteration C: apofonos Beta Code: a)po/fonos

English (LSJ)

ον, φόνος, αἷμα ἀ., A unnatural murder, E.Or.163,192 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 335] φόνος, ungerechter, widernatürlicher Mord, Eur. Or. 163; αἷμα 189.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόφονος: -ον, (*φένω), ἀπόφονος φόνος, ἄτοπος φόνος, Εὐρ. Ὀρ. 163· ἀπόφονον αἷμα αὐτόθι 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui diffère d'un meurtre ordinaire ; ἀπόφονον αἷμα EUR meurtre contre nature.
Étymologie: ἀπό, φόνος.

Spanish (DGE)

-ον
distinto a una muerte corriente ἀ. φόνος una muerte criminal E.Or.162, ἀ. αἷμα un crimen monstruoso E.Or.192.

Greek Monolingual

ἀπόφονος, -ον (Α)
φρ. «φόνος ἀπόφονος» — άδικος φόνος.

Greek Monotonic

ἀπόφονος: -ον (*φένω), φόνος ἀπόφονος, άτοπος, παράδοξος φόνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόφονος: (об убийстве) противоестественный, вопиющий (φόνος, αἷμα Eur.).

Middle Liddell

[*φένω
unnatural murder, Eur.