Ἄνακες
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ων, οἱ, the Dioscuri, Pollux and Castor, σωτήροιν Ἀνάκοιν τε Διοσκούροιν IG3.195, cf. 1.34.8, 2.699.30, etc., Plu.Thes.33, Cic. ND3.21: old pl. of ἄναξ; cf. Ἀνάκειον, -εια.
German (Pape)
[Seite 191] nach Moer. die eigt. att. Benennung der Dioskuren, Castor u. Pollux; eigtl. die Herrscher, für ἄνακτες, vgl. Cic. N. D. 3, 21; Plut. Thes. 33, der die andere Ableitung des E. M. von ἀνεκάς, die oben am Himmel Leuchtenden, auch erwähnt; Ael. Dion. bei Eust. hat auch ἀνακοί
Greek (Liddell-Scott)
Ἄνακες: -ων, οἱ, οἱ Διόσκουροι, Πολυδεύκης καὶ Κάστωρ, σωτήριον ἀνάκοιν τε Διοσκούροιν Συλλ. Ἐπιγρ. 484, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 33, Κικέρ. De Deor. natura 3. 21: πιθανῶς παλαιός τις πληθ. τοῦ ἄναξ: -πρβλ. Ἀνάκειον, -εια, Ἄνακοι.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Dioscures (Castor et Pollux).
Étymologie: anc. plur. de ἄναξ.
Greek Monotonic
Ἄνᾰκες: -ων, οἱ, παλαιός τύπος του ἄνακτες, οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
Ἄνακες: οἱ Анаки, т. е. Диоскуры (Кастор и Полидевк) Plut.