ἐννεασύλλαβος

From LSJ
Revision as of 06:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεᾰσύλλᾰβος Medium diacritics: ἐννεασύλλαβος Low diacritics: εννεασύλλαβος Capitals: ΕΝΝΕΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: enneasýllabos Transliteration B: enneasyllabos Transliteration C: enneasyllavos Beta Code: e)nneasu/llabos

English (LSJ)

ον, nine-syllabled, Steph.in Rh.321.16, AP13.19 tit.: -σύλλαβον (sc. μέτρον), τό, Σαπφικόν Heph.10.2.

German (Pape)

[Seite 847] neunsylbig, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεασύλλαβος: ἔχων ἐννέα συλλαβάς, δίμετρον δὲ ὑπερκατάληκτον, τὸ καλούμενον Σαπφικὸν ἐννεασύλλαβον Ἡφαιστ. 10, 5.

Spanish (DGE)

-ον
prosod. eneasílabo de un verso sáfico, Heph.10.2, Sch.Pi.O.9 proem., de un glicónico resuelto, Sch.Pi.O.10 proem., κῶλα Steph.in Rh.321.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐννεασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από εννέα συλλαβές
2. το αρσ. ως ουσ. ο εννεασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από εννέα συλλαβές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννεασύλλαβον (ενν. μέτρον)
το σαπφικό μέτρο (δίμετρο υπερκατάληκτο).

Russian (Dvoretsky)

ἐννεασύλλαβος: грам., стих. девятисложный.