ἐπαγρυπνέω

From LSJ
Revision as of 12:55, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγρυπνέω Medium diacritics: ἐπαγρυπνέω Low diacritics: επαγρυπνέω Capitals: ΕΠΑΓΡΥΠΝΕΩ
Transliteration A: epagrypnéō Transliteration B: epagrypneō Transliteration C: epagrypneo Beta Code: e)pagrupne/w

English (LSJ)

A keep awake and think over, keep a watchful eye on, τινί Luc.Tim.14; πράξεσι Onos.1.4: abs., Luc.Gall.31, Plu.Brut.37; ὡς . . PTeb.27.75 (ii B. C.). 2 watch for, ἀπωλείᾳ τινὸς -ηκώς D.S. 14.68: abs., Aristaenet.1.27.

German (Pape)

[Seite 893] auf, über Etwas wachen, Plut. Brut. 37 u. a. Sp.; ταῖς μεγίσταις πράξεσιν Onosand. 1, 3; auf Etwas lauern, D. Sic. 14, 68.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγρυπνέω: ἀγρυπνῶ ἐπί τινι, Λατ. invigilare, τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην... ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις Λουκ. Τίμ. 14· ὁρᾶς ἐπαγρυπνοῦντα αὐτὸν ἐπὶ φροντίδων ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεκτρ. 31, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37· μεταφ., παραφυλάττω, παραμονεύω τι μετὰ πολλῆς προσοχῆς, διὰ παντὸς ἐπηγρυπνηκὼς τῇ τούτων ἀπωλείᾳ Διοδ. 14. 68· ἀπολ., Ἀρισταίν. 1. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 veiller sur, τινι;
2 veiller pour, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀγρυπνέω.

Greek Monotonic

ἐπαγρυπνέω: μέλ. -ήσω, αγρυπνώ και κρυφομελετώ, σκέπτομαι ανήσυχα, τινί, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰγρυπνέω:
1) бодрствовать Luc., Plut.;
2) выжидать (ἐπηγρυπνηκὼς τῇ ἀπωλείᾳ τινός Diod.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to keep awake and brood over, τινί Plut., Luc.