ἐπιλήψιμος

From LSJ
Revision as of 14:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλήψιμος Medium diacritics: ἐπιλήψιμος Low diacritics: επιλήψιμος Capitals: ΕΠΙΛΗΨΙΜΟΣ
Transliteration A: epilḗpsimos Transliteration B: epilēpsimos Transliteration C: epilipsimos Beta Code: e)pilh/yimos

English (LSJ)

ον, A reprehensible, Luc.Rh.Pr.22, Philostr.VA4.42, Max.Tyr.24.6, Hermog. Inv.4.13. II. liable to seizure, Polem.Call.34.

German (Pape)

[Seite 958] den man fassen, bes. tadeln Kann, Luc. rhet. praec. 22 Navig. 41 u. a. Sp. – In B. A. 255 wird erkl. ἐπιληπτόν, τὸν ἐπιλήψιμον τῷ τῆς σελήνης πάθει.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήψιμος: -ον, ἀξιόμεμπτος, ἐπιλήψιμος ὡς καὶ νῦν, ἀντίθ. τῷ ἀνεπίληπτος, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repréhensible.
Étymologie: ἐπίληψις.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) επίληψις
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλήψιμος: достойный порицания Luc.