ὑπερεχθαίρω
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
A hate exceedingly, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑ. S.Ant.128 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1195] übermäßig, sehr hassen, τινά, Soph. Ant. 129.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεχθαίρω: ἐχθαίρω, μισῶ ὑπερβαλλόντως, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 128.
French (Bailly abrégé)
haïr avec passion.
Étymologie: ὑπέρ, ἐχθαίρω.
Greek Monolingual
Α
μισώ πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐχθαίρω «εχθρεύομαι, μισώ»].
Russian (Dvoretsky)
ὑπερεχθαίρω: глубоко ненавидеть (τι Soph.).
Middle Liddell
to hate exceedingly, Soph.