ὑπεροπλίζομαι

From LSJ
Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροπλίζομαι Medium diacritics: ὑπεροπλίζομαι Low diacritics: υπεροπλίζομαι Capitals: ΥΠΕΡΟΠΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperoplízomai Transliteration B: hyperoplizomai Transliteration C: yperoplizomai Beta Code: u(peropli/zomai

English (LSJ)

(ὁπλίζω) A vanquish by force of arms, οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Od.17.268, acc. to Aristarch.; others expld. it as treat haughtily or scornfully:—Act. in Suid. (-ῆσαι Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1199] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν τίς μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein ὑπέροπλος sein, übermüthig u. frech sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροπλίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· (ὁπλίζω)· ― διὰ τῶν ὅπλων καταβάλλω, νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, ἤτοι ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, ἔνθα ἴδε καὶ τὴν γνώμην αὐτοῦ τοῦ Ἀπολλωνίου.

French (Bailly abrégé)

opt. ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπεροπλίσσαιτο;
vaincre par la force des armes ; sel. d’autres traiter avec arrogance, acc..
Étymologie: ὑπέροπλος.

English (Autenrieth)

aor. opt. -σσαιτο: vanquish by force of arms; according to others, presumptuously blame, Od. 17.268†.

Greek Monolingual

Α ὑπέροπλος
υπερισχύω με τη δύναμη τών όπλων, κατανικώ ή, κατ' άλλους, συμπεριφέρομαι υπεροπτικά και αλαζονικά, περιφρονώ.

Greek Monotonic

ὑπεροπλίζομαι: (ὁπλίζω), μέλ. -ίσομαι· -οπλίσσαιτο, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., κατατροπώνω με τη δύναμη των όπλων ή (από το ὑπέροπλος), φέρομαι με περιφρόνηση, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεροπλίζομαι: одолевать силой оружия или дерзновенно захватывать (sc. αὐλήν Hom.).

Middle Liddell

fut. ίσομαι 3rd sg. epic aor1 opt. -οπλίσσαιτο ὁπλίζω
Dep. to vanquish by force of arms, or (from ὑπέροπλοσ) to treat scornfully, Od.