κορωνοβόλος

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνοβόλος Medium diacritics: κορωνοβόλος Low diacritics: κορωνοβόλος Capitals: ΚΟΡΩΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: korōnobólos Transliteration B: korōnobolos Transliteration C: koronovolos Beta Code: korwnobo/los

English (LSJ)

ον, A shooting crows: κορωνοβόλον, τό, sling or bow for crow-shooting, etc., AP7.546.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, κτυπῶν κορώνας· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνητόξον πρὸς τόξευσιν κορωνῶν κτλ., Ἀνθ. Π. 7. 546.

Greek Monolingual

κορωνοβόλος, -ον (Α)
το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον
σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, κεραυνο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.].

Greek Monotonic

κορωνοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπά κοράκια· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνα ή τόξο για το χτύπημα κορακιών κ.λπ., σε Ανθ.

Middle Liddell

κορωνο-βόλος, ον βάλλω
shooting crows: κορωνοβόλον, τό, a sling or bow for crow-shooting, Etc.; Anth.