κενεόφρων

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεόφρων Medium diacritics: κενεόφρων Low diacritics: κενεόφρων Capitals: ΚΕΝΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: keneóphrōn Transliteration B: keneophrōn Transliteration C: keneofron Beta Code: keneo/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A empty-minded, δῆμος Thgn.233; μῦθος, αὖχαι, Simon.75, Pi.N.11.29:—also κενόφρων, βουλεύματα A. Pr.762.

German (Pape)

[Seite 1416] ονος, leeres, eitles Sinnes; δῆμος Theogn. 233. 847; αὖχαι Pind. N. 11, 29; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κενεόφρων: -ον, μάταια φρονῶν, ματαιόφρων, κ. δῆμος Θέογν. 233, Σιμων. 75· κ. αὖχαι Πινδ. Ν. 11. 38·- οὐδ. κενεόφρονα φῦλα Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit vain.
Étymologie: κενεός, φρήν.

English (Slater)

κενεόφρων
   1 empty minded ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.29) κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν (sc. φθόνον) fr. 212.

Greek Monolingual

κενεόφρων, -ον (Α)
αυτός που ματαιοφρονεί, ο ματαιόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ε)ο- (βλ. κενο-) + -φρων (< φρήν, -ενός «μυαλό, καρδιά»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. κρατερό-φρων, ταπεινό-φρων)].

Greek Monotonic

κενεόφρων: -ον (φρήν), ματαιόφρων, σε Θέογν., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κενεόφρων: 2, gen. ονος тщеславный, пустой (αὖχαι Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεόφρων -ον ook κενόφρων [κενεός, φρήν] leeghoofdig, dwaas.

Middle Liddell

φρήν
empty-minded, Theogn., Pind.