τηθίς

From LSJ
Revision as of 16:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηθίς Medium diacritics: τηθίς Low diacritics: τηθίς Capitals: ΤΗΘΙΣ
Transliteration A: tēthís Transliteration B: tēthis Transliteration C: tithis Beta Code: thqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (τήθη) A father's or mother's sister, aunt, Is.9.19, D.27.14, 43.29, Men.923.5, J.AJ3.12.1 (vv. ll. τιτθίσι, τιθίσι, τιτθαῖς), 16.10.5 (vv. ll. τιτθίδα, τητθίδα), 17.1.1 (v.l. τητθίδα, Lat. vers. nutricem), Plu.2.838b, Hierocl.p.61 A. (τιθιδες, τιθίδες codd.), Lib.Decl.5.52 (one cod., vv. ll. τητθίδα, τιτθίδα), 26.21 (τιτθίδας codd., τιθίδας as cited by Thom.Mag.p.360 R., who thinks it may mean grandmothers or great-aunts); ἡ πρὸς πατρὸς τη[θίς] POxy.503.3 (ii A.D.); τῆς τηθίδος μου κύριος PSI9.1065.28 (ii A.D.); οὐκ ἐξὸν Ῥωμαίοις ἀδελφὰς γῆμαι οὐδὲ τηθίδας PGnom.70 (ii A.D.); ὥσπερ οὐδὲ νῦν τιτθίδας (leg. τηθίδας) οὐδ' ἀδελφὰς γαμοῦσιν Plu.2.265d; τηθίδα PStrassb.41.8 (iii A.D.); dat. spelt τειθειδι Supp.Epigr.6.221 (Phrygia).

German (Pape)

[Seite 1105] ίδος, ἡ, Vaters- od. Mutterschwester, Tante; Dem. 27, 14; Suid. erkl. θεία; vgl. Lob. Phryn. 134.

Greek (Liddell-Scott)

τηθίς: -ίδος, ἡ, (τήθη) ἀδελφὴ πατρὸς ἢ μητρός, θεία, Δημ. 818. 4., 1039. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 17. 5, Πλούτ. 2. 838Β, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 134.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
tante paternelle ou maternelle.
Étymologie: τήθη.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. τιτθίς, -ίδος, ἡ, Α
η θεία, η αδελφή του πατέρα ή της μητέρας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς)].

Greek Monotonic

τηθίς: -ίδος, ἡ, αδερφή πατέρα ή μητέρας, θεία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τηθίς: ίδος ἡ тетка (со стороны отца или матери) Dem., Men., Plut.

Middle Liddell

τηθίς, ίδος, ἡ,
a father's or mother's sister, aunt, Dem.