προσμιγνύω

From LSJ
Revision as of 08:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω
νεοελλ.
1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ' αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω
2. μτφ. νοθεύω
αρχ.
1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως
2. φέρνω κοντά, ενώνω («τὰ μακρὰ τείχη συνέπεισε καθεῖναι καὶ προσμείξαντας τῇ θαλάσσῃ τὴν πόλιν...», Πλούτ.)
3. έρχομαι ή φτάνω κοντά, σιμώνω («προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις», Θουκ.)
4. αγκυροβολώ
5. (για επιβάτες πλοίου) αποβιβάζομαι
6. έρχομαι αντιμέτωπος, συγκρούομαι και, κυρίως, μάχομαι εκ του συστάδην
7. (αμτβ.) α) έρχομαι σε επαφή, συναναστρέφομαι κάποιον
β) επικοινωνώ («ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προσμείξασα», Πλάτ.)
8. μτφ. α) συνδέω την τύχη, την υπόσταση κάποιου με μια κατάσταση
β) προκαλώ μια, συνήθως δυσάρεστη, κατάσταση σε κάποιον («προσέμειξε... τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει», Αισχίν.)
γ) προσαρμόζω κάτι προς κάτι άλλο
δ) (σχετικά με χρησμό) επαληθεύω.