κλαστός
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
ή, όν, (κλάω¹) broken in pieces, AP 6.71 (Paul. Sil.). perhaps = κλαστόθριξ (curly-haired), PPetr. 1 p. 54 (iii BC), PCair. Zen. 374.6 (iii BC), Arch.Pap. 1.65 (ii BC), etc.
Greek (Liddell-Scott)
κλαστός: -ή, -όν, (κλάω) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
brisé.
Étymologie: κλάω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλαστός, -ή, -όν) κλω
σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν)
άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
αρχ.
πιθ. κλαστόθριξ.
Greek Monotonic
κλαστός: -ή, -όν (κλαίω), σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κλαστός: разбитый (κύπελλα Anth.).