θεσπίζω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
fut. θεσπίσω, Att. θεσπῐῶ, Ion. inf. θεσπιέειν v.l. in Hdt.8.135; Dor. aor.
A ἐθέσπιξα Theoc.15.63: (θέσπις):—prophesy, foretell, τι Hdt. 1.47, al.; τινί τι A.Ag.1210, E.Andr.1161:—Pass., τί δὲ τεθέσπισται; S.OC388, cf. Parth.35.2.
II Pass., c. acc., [χρησμοί,] οὓς ἐθεσπίσθη Μωυσῆς Ph.2.38.
III of the Emperors,= Lat. sancire, decree, Jul.Ep.75b, Wilcken Chr.6.8 (v A.D.), OGI521.9 (Abydus), Cod.Just.1.12.3 Intr.
German (Pape)
[Seite 1204] att. fut. θεσπιῶ, inf. θεσπιέειν, Her. 8, 135, weissagen, ein Orakel, auch einen Befehl geben; ἤδη πολίταις πάντ' ἐθέσπιζον πάθη Aesch. Ag. 1183; Soph. Ant. 1041 u. oft; auch pass., τί δὲ τεθέσπισται; O. C. 389; Eur. Andr. 1162; sp. D., wie Theocr. 15, 63. Auch in Prosa, von der Pythia, Her. 1, 48, vom Apollo, 8, 135; Sp., wie Ath. XV, 672 e; Hdn. 4, 12, 7 von den Kaisern.
Greek (Liddell-Scott)
θεσπίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ῐῶ, Ἰων. ἀπαρέμ. θεσπιέειν Ἡρόδ. 8. 135· Δωρ. ἀόρ. ἐθέσπιξα Θεόκρ. 15. 63· (θέσπις). Χρησμῳδῶ, χρησμοδοτῶ, προφητεύω, προλέγω, μαντεύομαι, τι Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· τινί τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1210, Εὐρ. Ἀνδρ. 1161· καὶ ἐν τῷ Παθ. τί δὲ τεθέσπισται; Σοφ. Ο. Κ. 388. ΙΙ. μετ’ αἰτ., μαντοσύνην, τὴν θέσπισε Φοῖβος, ἐνέπνευσεν εἰς αὐτούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 4379ο. 2) μεταγεν., ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων, ἐπιτάσσω, διατάσσω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰουλιανοῦ· ἐπὶ ἀρχόντων ἢ δικαστῶν, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
f. θεσπιῶ;
rendre un oracle, faire une prédiction.
Étymologie: θέσπις.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ θεσπίζω) θέσπις
θεσμοθετώ, επιβάλλω κανόνες δικαίου ή συμπεριφοράς
(νεοελλ.-μσν)
1. διατάσσω, επιβάλλω
2. αποφασίζω, ορίζω
3. διορίζω
4. δηλώνω
(μσν-αρχ.)
1. προλέγω προφητεύω
2. εκδίδω διάταγμα, πρόσταγμα
3. καθιερώνω
4. νουθετώ, συμβουλεύω
5. διακηρύσσω.
Greek Monotonic
θεσπίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, Ιων. απαρ. θεσπιέειν, σε Ηρόδ.· Δωρ. αόρ. αʹ ἐθέσπιξα, (θέσπις)· δηλώνω με χρησμό ή προφητεία, προλέγω, χρησμοδοτώ, σε Ηρόδ., Τραγ.· Παθ., τί δὲ τεθέσπισται; σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θεσπίζω: (ион. inf. fut. θεσπιέειν; дор. aor. ἐθέσπιξα) предсказывать, прорицать, пророчествовать (τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων Her.; πολίταις πάντα πάθη Aesch.; χρησμώς - дор. acc. pl. Theocr.): θ. ψευδῆ Soph. делать ложные предсказания; τί δὲ τεθέσπισται; Soph. что предсказано?
Middle Liddell
θεσπίζω, [ionic inf. θεσπιέειν Hdt.; doric aor1 ἐθέσπιξα] θέσπις
to declare by oracle, prophesy, divine, Hdt., Trag.; Pass., τί δὲ τεθέσπισται; Soph.