βεβαιωτής

From LSJ
Revision as of 14:37, 29 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιωτής Medium diacritics: βεβαιωτής Low diacritics: βεβαιωτής Capitals: ΒΕΒΑΙΩΤΗΣ
Transliteration A: bebaiōtḗs Transliteration B: bebaiōtēs Transliteration C: vevaiotis Beta Code: bebaiwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who gives assurance of a thing, authority, ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3 (pl.); ἱστορίας D.H.1.28, cf. 3.67, al.; confirmatory, λόγοι Phld.Sign.29. 2 legal surety, τοῦ μόνιμον τὴν ὁμόνοιαν γενέσθαι Plb.2.40.2; β. τῆς πίστεως παρέχεσθαι Plu. Flam.4; warrantor in sales, SIG2832 (Amphipolis), etc.

German (Pape)

[Seite 440] ὁ, Bestätiger, Bekräftiger, Gewährsmann. Pol. 2, 40; πίστεως Plut. Flam. 4 u. öfter; Dion. Hal. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, παρέχων βεβαιότητα, Διον. Ἁλ. 1. 1242. 2) ἐπὶ δικανικῆς σημασίας, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, ἐγγυητής, Λατ. fidejussor. Πολύβ. 2. 40. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 2693 e· β. τῆς ὠνῆς 2694 a· ‒ οὕτω, βεβαιωτήρ, ῆρος, ὁ, Δελφ. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 celui qui assure ou affirme;
2 celui qui décide, arbitre.
Étymologie: βεβαιόω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): βεβαιωτάς IG 92(1).754.5 (Anfisa I a.C.), IAE 36.9 (I d.C.)
1 adj. garante, que sirve de o que da garantía o seguridad de pers., c. gen. βεβαιωτὴν δὲ τοῦ μόνιμον αὐτὴν ἐπὶ ποσὸν γενέσθαι Λυκόρταν Plb.2.40.2, ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3, τῆς πίστεως Plu.Flam.4, τῆς δὲ πατρίου (ἱστορίας) β. ... νομισθείς considerado una autoridad en la historia de su país D.H.1.28, τοῦ μέλλοντος λέγεσθαι D.H.3.67
de abstr. τ[ο] ύτους (λόγους) βεβαιωτὰς αὐτοῦ παρισ[τάν] ουσιν presentan estos (argumentos) como confirmaciones o garantías de éste Phld.Sign.29.30.
2 subst. garante legal ἵνα ... παραδόντες τοῖς βεβαιωταῖς τὸν περὶ τῆς βεβαιώσεως λόγον συνστήσωνται UPZ 162.6.10 (II a.C.), cf. PGrenf.2.33.4 (II a.C.), καθέστακε δὲ βεβαιωτὰν [κατὰ τὸν] ν[όμ] ον Νίκιππον IG l.c., ὧν ἁπάντων ἐναργέστατος ἦν βεβαιωτὰς αὐτός IAE l.c., προπωλητὴς καὶ β. τῶν κατὰ τὴν ὠνὴν ταύτην πάντων PPar.17.14 (II d.C.), cf. PLips.1.10 (II a.C.), SB 8007.3 (IV d.C.), PAbinn.251.11 (IV d.C.).

Greek Monolingual

ο (Α βεβαιωτής) βεβαιώ
1. εκείνος που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει κάτι
2. ο εγγυητής.

Russian (Dvoretsky)

βεβαιωτής: οῦ ὁ
1) поручитель (τινος Polyb., Plut.);
2) посредник, третейский судья (αἰτιῶν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβαιωτής -οῦ, ὁ βεβαιόω bevestiger, garantsteller, iemand die garant staat.