θερμασία

From LSJ
Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμᾰσία Medium diacritics: θερμασία Low diacritics: θερμασία Capitals: ΘΕΡΜΑΣΙΑ
Transliteration A: thermasía Transliteration B: thermasia Transliteration C: thermasia Beta Code: qermasi/a

English (LSJ)

ἡ, A warmth, heat, Hp.Aph.5.63, Arist.Pr.860a19, Epicur. Ep.2p.40U., Thphr.HP8.11.7. LXXJe.28(51).39, D.S.3.34, Paus.2.34.6; heating, opp. ψῦξις, Arist.GA764b7: pl., Plu.2.128f. (The pure Att. words are θερμότης and θέρμη, Thom.Mag.p.179R., but θερμασία is used by X.An.5.8.15.)

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, Hitze, Arist. probl. 1, 9. 8, 19, von den Atticisten als schlecht für θερμότης verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

θερμᾰσία: ἡ, θερμότης, ζέστη, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2, κτλ.· ἡ παρ’ Ἀττ. λέξις εἶναι θερμότης (Θωμ. Μ. 441), ἀλλ΄ ἴδε Ξεν. Ἀν. 5. 8,15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμαίνω.

Greek Monolingual

και θερμασιά, η (ΑΜ θερμασία)
θερμότητα, θέρμη («τὸ γὰρ κινεῖσθαι... παρεῖχε θερμασίαν τινά», Ξεν.)
νεοελλ.
ελώδης πυρετός, ελονοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαίνω + θηλ. κατάλ. -σια (πρβλ. σημα-σία < σημαίνω)].

Greek Monotonic

θερμᾰσία: ἡ, = θερμότης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θερμᾰσία:
1) (внутреннее) тепло, теплота: τὸ κινεῖσθαι παρέχει θερμασίαν Xen. движение согревает;
2) повышенная температура, жар (θ. καὶ σφακελισμός Arst.; διαρροία καὶ θ. Plut.).

Middle Liddell

θερμᾰσία, ἡ, = θερμότης, Xen.]