Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κραντήρ

From LSJ
Revision as of 13:01, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραντήρ Medium diacritics: κραντήρ Low diacritics: κραντήρ Capitals: ΚΡΑΝΤΗΡ
Transliteration A: krantḗr Transliteration B: krantēr Transliteration C: krantir Beta Code: kranth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (κραίνω) A one that accomplishes: κραντῆρες, οἱ, wisdom-teeth, which come last and complete the set, Arist. HA501b25 (κριτῆρες cited by EM742.37), Poll.2.93: generally, teeth, Nic.Th. 447 (sg.), Ruf.Onom.51: in sg., a boar's tusk, Lyc.833. II ruler, κραντῆρα βοῶν ταῦρον Orph.A.313.

Greek (Liddell-Scott)

κραντήρ: ῆρος, ὁ, (κραίνω), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, Πολυδ. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· καθόλου, ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, κυβερνήτης, μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;
II. subst. 1 οἱ κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents en gén.
2 défense de sanglier.
Étymologie: κραίνω.
Syn. 2) στόρθυγξ, χαυλιόδων.

Greek Monolingual

κραντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που τελειώνει κάτι
2. άρχοντας, ηγεμόνας
3. δόντι
4. στον πληθ. οἱ κραντήρες
τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῖοι τοῖς ἀνθρώποις γομφίοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας, περὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

κραντήρ: -ῆρος, ὁ (κραίνω), κάποιος που εκτελεί, περατώνει· κυβερνήτης, άρχοντας, ηγεμόνας, θηλ. κράντειρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κραντήρ: ῆρος ὁ κραίνω зуб мудрости (οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.).

Middle Liddell

κραντήρ, ῆρος, κραίνω
one that accomplishes: a ruler, sovereign, fem. κράντειρα, Anth.